- μαλακόπους
- μαλακόπους, -ουν (Μ, Α μαλακαίπους, -ουν)αυτός που έχει ανάλαφρο ή αργό περπάτημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πούς (πρβλ. μακρό-πους). Ο τ. μαλακαίπους πιθ. κατ' επίδραση τών κραταίπους, χαλαίπους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλακόπους — tenderfooted masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακοπόδων — μαλακόπους tenderfooted masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόποδα — μαλακόπους tenderfooted masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόποδες — μαλακόπους tenderfooted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόποδος — μαλακόπους tenderfooted masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακαίπους — μαλακαίπους, ουν (Α) βλ. μαλακόπους … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek